-
1 резьба
1. (винтовая поверхность как средство соединения) το σπείρωμα"'накатывать - у κατασκευάζω - με εξέλασηнаружная - εξωτερικό -, αρσενικό -упорная - τραπεζοειδές -, πριονοειδές -2. (рисунок, узор, вырезанный на дереве, кости, камне и т п) το σκάλισμα 3. (в искусстве) - по дереву η ξυλογλυπτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резьба
-
2 резьба
-ы θ.1. γλυφή, λάξευμα, σκάλισμα• γλυπτική•резьба по дереву ξυλογλυπτική•
по камню λιθογλυπτική, λιθογλυφία•
резьба по мрамору μαρμαρογλυπτική.
2. έργο γλυπτικής.3. (τεχ.) εγκοπή ελικοειδής• η έλικα, η βόλτα, σπείρωμα•шаг -ы το βήμα. της έλικας ή του σπειρώματος.
|| σπειροειδής εντομή.